ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Σημάδεψαν με όπλο ιερεα μεσα σε εκκλησία της Πενσυλβάνια
-
Τρομακτικές στιγμές έζησε ένας ιερέας σε εκκλησία της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ
όταν στάθηκε μπροστά του ένας άντρας που κρατούσε όπλο και τον σημάδευε!
Συγκεκ...
Πριν από 54 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου