Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Ο Αλη Πασάς των Ιωαννίνων : Η ελληνική καταγωγή του, η θρυλικη βιογραφία του και η πληθώρα των σπουδαίων Ελλήνων που τον επηρέαζαν



Η Λαμπερία ή Λιαπουριά είναι περιοχή στη νοτιοδυτική Αλβανία που περιλαμβάνει την κοιλάδα των Δουκάτων (Κέλυδνος) και του Σιουσίτσα (Παλύανθος), νοτιοδυτικά της πόλης του Αυλώνα. Συγκεκριμένα λέγεται η κοιλάδα που εκτείνεται μεταξύ της Χιμάρας, Αυλώνας, Τεπελενίου, Αργυροκάστρου και Δελβίνου την οποία και διαρρέει ο παραπόταμος του Αώου Σούσιτσα ή Σιουσίτσα, ή κατά τους Έλληνες ο Πολυανθής.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος η Λιαπουριά είναι ορεινή χώρα δυσπρόσιτη και άγονη. Η δυτική Λιαπουριά ονομάζεται Κουρβελέσι, ενώ η ανατολική Άρμπρι και Άρβανον, εκ του οποίου και οι ονομασίες Αρβανίτης και Αρβανιτιά. Οι κάτοικοι της Λιαπουριάς, Αλβανοί μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα ονομάζονται Λιάπηδες. Η ονομασία Λιάπηδες προέρχεται από την αλβανική έκφραση 'la besen' (lapsus) που σημαίνει 'αποστασία', η οποία αναφέρεται στον εξισλαμισμό της κοινότητας αυτής κατά τον 16ο -17ο αιώνα. Οι Λιάπηδες διατήρησαν ορισμένα από τα παλαιότερα χριστιανικά τους έθιμα όπως, χαρακτηριστικά είχαν προστάτη άγιο τον Μπαμπά-Αλί, πιθανότατα αμάλγαμα του Προφήτη Ηλία. Αντίθετα από τα παραπάνω, ο Φρανσουά Πουκεβίλ υποστηρίζει ότι το όνομα Λιαπουριά προέρχεται από ιταλική ενάρθρωση της αρχαίας ονομασίας Ιαπυγία ή Ιαπουρία που βρισκόταν κατά τα Ακροκεραύνεια όρη.

Στην αρχαιότητα η Ιαπυγία, ή Ιαπουρία αποτελούσε ιδιαίτερη χώρα, μη περιλαμβανόμενη στην ...Ιλλυρία, τα όρια της οποίας ο Διονύσιος ο Περιηγητής (2ο αιώνα π.Χ.) στο έργο του " Περιήγησις της Οικουμένης" έθετε ως όριο το παρά τον Ωρικόν ευρισκόμενο Πύξο. Εντός της χώρας αυτής βρίσκονταν οι αρχαίες πόλεις Ωρικός, Αμαντία και Βίλλυς, ίσως και η Φοινίκη ερείπια της οποίας σώζονται σήμερα στη περιοχή των Αγίων Σαράντα. Οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής αυτής κατά τη γνώμη πολλών ιστορικών πέρασαν στην απέναντι των Ακροκεραυνείων παραλίαςτης ιταλικής χερσονήσου και συνοίκησαν στη καλούμενη από τους Ρωμαίους Απουλία. Κατά τον Μεσαίωνα η Λιαπουριά ήταν διαιρεμένη κατά φάρες ή πατριές καθεμιά των οποίων αποτελούσε ανεξάρτητο διαμέρισμα. Η διαίρεση αυτή συνεχίστηκε και επί τουρκοκρατίας.


Οι Λιάπηδες, αποτελούν ιδιαίτερη αλβανική φυλή, κάτοικοι της άλλοτε Λιαπουριάς. Οι Λιάπηδες άρχισαν να αναφέρονται με την ονομασία αυτή σε γραπτά κείμενα κατά τον 14ο με 15ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή φέρονται κάποιες φατρίες αυτών να κατήλθαν στον κυρίως ελλαδικό χώρο "συν γυναιξί και τέκνοις και κτήνεσι", όχι όμως ως πολέμιοι αλλά φιλικά διακείμενοι όπου και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές Αττικής, Βοιωτίας, Εύβοιας και στη Πελοπόννησο και από εκεί στις Σπέτσες και την Ύδρα. Είναι οι ορθόδοξοι Αρβανιτες. Οι Λιάπηδες από τους ομοφύλους τους Αλβανούς περιφρονούνταν άδικα ως νυκτοκλέφτες, αλλά όχι ως νυκτομάχοι, που εξ αυτού θεωρούνταν κατώτεροι από τους Τσιάμηδες, Τόσκηδες και Γκέκηδες, όπως σημειώνει ο Β. Δ. Ζώτος Μολοσσός.

Εκ των δραστηριοτήτων τους όμως πράγματι διαφαίνονταν ότι ήταν εξίσου ευφυείς, πονηροί και πανούργοι, αλλ΄ όμως σε πολεμικές επιχειρήσεις λιγότερο ορμητικοί. Οι Τόσκηδες: Απαντώνται στην Κεντρική και Νότια Αλβανία και είναι μουσουλμάνοι ή χριστιανοί ορθόδοξοι. Τα ήθη και τα έθιμά τους είναι όμοια με τα ελληνικά. Είναι σχετικά κοντοί, μιλούν την τοσκική διάλεκτο της αλβανικής γλώσσας, η οποία έχει θεσμοθετηθεί ως η επίσημη γλώσσα της Αλβανίας, είναι λιγότερο εκδηλωτικοί, ενώ οι περισσότεροι απ` αυτούς ασχολούνται με την πολιτική, τις επιστήμες και τα γράμματα.

Οι Τόσκηδες θεωρούν τους Γκέγκηδες ως τραχείς, πρωτόγονους, ασυμβίβαστους και ευέξαπτους, που δεν δέχονται εύκολα τους καταναγκασμούς και τις συνθήκες έλλειψης ελευθερίας. Οι Λιάπηδες: Είναι μουσουλμάνοι, που κατοικούν στην περιοχή της Μουζακιάς, μεταξύ των εκβολών των ποταμών Σκούμπι και Σεμένη. Ο Σεμένης ή Σεμάν, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός της Αλβανίας. Ο Σκούμπι ή Γενούσος με μήκος 100 χλμ. περίπου πηγάζει από τα νότια Κανδανούια, δυτικά του Πόγραδετς. Οι Λιάπηδες διακρίνονται για την αγριότητα, την πανουργία και την θρασύτητά τους. Αυτά τα γνωρίσματα, οι ίδιοι τα θεωρούν ως ενδεικτικά της γενναιότητάς τους. Λιάπης ήταν ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων (από το Τεπελένι) και ο βεζίρης του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ ο Φερίτ πασάς Βλιώρας (από τον Αυλώνα). Η περιοχή τους ονομάζεται Λιαπουριά.


Η Χάμκω (1725 - 1792) ήταν η μητέρα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Η Χάμκω γεννήθηκε το 1725. Ήταν σύζυγος του Βελή Μέτσο Χούσο και κόρη του Ζεϊνέλ-Μπεη. Το 1744 γέννησε τον Αλή και 4 χρόνια μετά την αδελφή του Χαϊνίτζα. Μετά τον θάνατο του συζύγου της η Χάμκω βοηθούμενη από τον εραστή της Τσαούς Πρίφτη, μετήλθε τα πάντα προκειμένου να ενισχύσει και προωθήσει στην Οθωμανική Διοίκηση τον γιο της Αλή. Σε κάποια απ΄ αυτές τις ενέργειές της συνελήφθη μαζί με την κόρη της από τους κατοίκους του Γαρδικίου και φέρεται να υπέστησαν ατίμωση από αυτούς. Την προσβολή αυτή ποτέ δεν λησμόνησε ο γιος της Αλής.

Έτσι όταν ανέλαβε Πασάς των Ιωαννίνων διέταξε αμέσως την πυρπόληση του Γαρδικίου και τη σφαγή όλων των κατοίκων κάθε ηλικίας και γένους. Η Χάμκω πέθανε το 1792. Ο Αλής γεννήθηκε στο Τεπελένι ένα μικρό χωριό τότε της σημερινής Αλβανίας το 1744. Η μητέρα του λεγόταν Χάμκω, ήταν ελληνίδα στην καταγωγή και ελληνόγλωση - δεύτερη γυναίκα του Βελή, κόρη του Μπέη της Κόνιτσας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1753, που επηρέασε δραματικά την εφηβική του ηλικία, οι κάτοικοι των χωριών που δυνάστευε ο πατέρας του εξεγέρθηκαν, και οι Γαρδικιώτες συνέλαβαν την Χάμκω και κακοποιώντας την, την υπέβαλαν σε εξευτελιστικά βασανιστήρια, προτού την αφήσουν τελικά ελεύθερη. Ο πατέρας του, ο Βελής, τα μόνα περιουσιακά στοιχεία που άφησε στη γυναίκα του, Χάμκω, και στα δύο παιδιά του, τον Αλή και την αδελφή του Χαϊνίτσα, ήταν " μιά άθλια τρύπα και λίγα χωράφια ".


Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1744 - 1822) ήταν Τουρκαλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το Πασαλίκι του αλλά και για τον χαρακτήρα του, έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων. Διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας και της Αλβανίας στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ουαιώνα και 19 ου αιώνα. Καταγόταν από το Τεπελένι της Αλβανίας (γεννήθηκε 1740-1750) και εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο αρχικά ως αρχηγός ληστοσυμμορίας, που εμπλέκεται σε συγκρούσεις με αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους στον χώρο της Αλβανίας και της Ηπείρου. Χάρη στην πολεμική του ικανότητα, την ανδρεία του, αλλά και τις δολοπλοκίες του, καταφέρνει να ενταχθεί στον στρατιωτικό- διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους καταλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα, ώσπου τελικά το 1788 διορίζεται πασάς, δηλαδή διοικητής του σαντζακίου των Ιωαννίνων.


Ηταν πολύ ανήσυχος σαν παιδί και του άρεσαν οι πολεμικές τέχνες όπου χάρις αυτών εγκατέλειπε τους δασκάλους του και περιφέρονταν στα βουνά. Τα λίγα γράμματα που έμαθε τα όφειλε και μόνο στην επιμονή της μητέρας του. Ο Αλής ανατράφηκε από την μητέρα του με υπέρμετρη φιλοδοξία και με στόχο να γίνει σπουδαίος, περισσότερο από τον πατέρα του, αναγνώριζε πως εκείνη τον έκανε "άντρα και Βεζύρη ". Βοήθησε και η εξολόθρευση των αδελφών του από την μητέρα του, ένα σύνηθες πλέον άγριο φαινόμενο που υιοθετήθηκε ακόμη σε μεγαλύτερο βαθμό από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά το θάνατο του πατέρα του, κατά την εφηβική του ηλικία, ο Αλής είχε καταφύγει στα γύρω βουνά και έτοιμος πλέον μαχητής είχε οργανώσει και αναλάβει αρχηγός συμμοριών που συγκροτούνταν από Τόσκηδες και Λιάπηδες ληστές με τις οποίες επιχειρούσε τις ληστρικές επιδρομές σε ολόκληρη την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Λόγω της ληστρικής του δράσης συνελήφθη από τον πασά του Μπερατίου, Κουρτ Αχμέτ πασά , αλλά αφέθηκε ελεύθερος αφού υποσχέθηκε να σταματήσει τις επιδρομές, υπόσχεση την οποία όμως δεν κράτησε. Λόγω της σκληρής καταδίωξης που αντιμετώπισε κατέφυγε στον Καπλάν πασά του Δελβίνου, του οποίου την κόρη (Εμινέ) παντρεύθηκε το 1768 , μνηστεύοντας παράλληλα και την αδελφή του Χαϊνίτσα με τον μεγαλύτερο γιο του Καπλάν. Aπό αυτό τον γάμο ο Αλής απέκτησε και τους δυο του γιους, τον Μουχτάρ (1769) και τον Βελή (1773).

Μέσω διαφόρων δολοπλοκιών κατάφερε να εξοντώσει τόσο τον πεθερό του όσο και τον διάδοχο αυτού Σελήμ ενώ παράλληλα εκδικήθηκε τους κατοίκους του Χορμόβου και του Λικλίου οι οποίοι είχαν πριν από χρόνια ατιμάσει την μητέρα του. Το 1785 διορίστηκε επόπτης των οδικών αρτηριών της Ρούμελης και ήρθε σε συνεννόηση με τους ληστές που δρούσαν στη Θεσσαλία . Όμως,το 1787 όταν και διορίστηκε πασάς των Τρικάλων καταδίωξε και εξόντωσε τους πρώην συμμάχους του, λυτρώνοντας παράλληλα την περιοχή από τις ληστρικές επιδρομές και αποκτώντας τη φήμη ενός ικανού διοικητή.
Το 1788 εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζοτ λόγω εκστρατείας στον Δούναβη άρπαξε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία τελικά ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντας του μάλιστα δικαιοδοσία και στη Στερεά Ελλάδα. Από τη θέση του διοικητή του σαντζακίου των Ιωαννίνων θέτει σταδιακά τις βάσεις για τη δημιουργία ενός σχεδόν αυτόνομου από την Πύλη κράτους, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ελλάδας και της Αλβανίας. Η πρωτεύουσά του τα Γιάννινα μετατρέπονται σε ένα σημαντικό πνευματικό, πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο. Προσεταιρίζεται όλες τις θρησκευτικές και εθνικές ομάδες της επικράτειάς του. Δεν διστάζει να συντρίψει κάθε αντίπαλό του με δυναμικό τρόπο. Παράλληλα αναπτύσσει σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Ως πασάς των Ιωαννίνων συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1796 κατέκτησε την Άρτα και το 1798 υπέταξε τη Χειμάρρα και κατέλαβε την Πρέβεζα από τους Γάλλους, μετά την αιματηρή Mάχη της Νικόπολης. Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε την Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. Μάλιστα, για αυτό του το επίτευγμα διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη ως διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και του Μοριά ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι την Θράκη. Άλλες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου το 1812 και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους το 1819. Ο Αλής είδε το κράτος του να εκτείνεται στη μέγιστη του εξάπλωση από την Πελοπόννησο μέχρι την Μακεδονία.


Το 1820, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ θορυβημένος διότι ο Αλής ήταν εμπόδιο στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα και κίνδυνος για τη συνοχή της Αυτοκρατορίας του, διέταξε την απομάκρυνσή του από το Πασαλίκι των Ιωαννίνων με σκοπό να τον περιορίσει στο Τεπελένι.
Ο Αλής προσπάθησε να εξευμενίσει τον σουλτάνο, ζήτησε τη μεσολάβηση της Ρωσίας και της Αγγλίας ενώ κατέδωσε ακόμα και τη Φιλική Εταιρεία, της οποίας την ύπαρξη γνώριζε από το 1819. Το 1820 η Πύλη τον κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας και τον κάλεσε να εμφανιστεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Εκείνος φυσικά αρνήθηκε, ερχόμενος σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας. Ο Μαχμούτ Β΄ κινητοποίησε το 1820 κατά του Αλή στράτευμα 80.000 ανδρών με αρχηγό στην αρχή τον Ισμαήλ Πασόμπεη και στη συνέχεια τον Χουρσίτ Πασά. Ο Αλής βρέθηκε σε δεινή θέση καθώς αντιμετώπισε σημαντική διαρροή οπλαρχηγών (ακόμη και οι γιοι του παραδόθηκαν) και στρατευμάτων,ενώ ο στρατός του δεν ήταν προετοιμασμένος για σύγκρουση με τα σουλτανικά στρατεύματα. Η πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων συνεχιζόταν λόγω της αντιγνωμίας που είχε ξεσπάσει μεταξύ των πολιορκητών (οφειλόταν στις δωροδοκίες από τον διαβόητο πασά). Ο Αλής πήρε με το μέρος του, τους άλλοτε ορκισμένους εχθρούς του, Σουλιώτες με την προϋπόθεση να τους άφηνε να επανεγκατασταθούν στο Σούλι.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας δεν δίστασε να κάψει μέρος της πόλης για να έχει καλύτερο οπτικό πεδίο το πυροβολικό του. Η κατάσταση άλλαξε όταν ο Πασόμπεης αντικαταστάθηκε από τον Χουρσίτ, ο οποίος επανέφερε την τάξη στο στρατόπεδο των πολιορκητών, περιόρισε τις επιδρομές των Σουλιωτών και έσφιξε τον κλοιό γύρω από τον Αλή. Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ανάγκασε τον Χουρσίτ να αρχίσει διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες όμως κατέλαβε τα ισχυρά οχυρά του κάστρου περιορίζοντας τον Αλή στο παλάτι του, όπου είχε συγκεντρώσει τους θησαυρούς του αλλά και πολλά βαρέλια πυρίτιδας απειλώντας να δώσει εντολή για ανατίναξη αν γινόταν έφοδος, πράγμα που δεν ευχαριστούσε τον Χουρσίτ που εποφθαλμιούσε την περιουσία του εχθρού του.

Το 1821 ολόκληρη σχεδόν η φρουρά του κάστρου είχε αυτομολήσει στον Χουρσίτ, αφήνοντας στον Αλή μόνο 500 άνδρες, από τους οποίους σε λίγο οι 430 προσχώρησαν στους Τούρκους. Το 1822 έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ο Αλής δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, στις 24 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε μετά από σύντομη συμπλοκή, από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ, που είχε έρθει δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας.
Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης. Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ , κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί.

Ο τάφος αυτός φαίνεται πως ήταν τόπος προσκηνύματος για τους, Αλβανούς κυρίως, Μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Αλβανίας ακόμα και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν ανεκτικός έναντι των Χριστιανών και στην επικράτειά του υπήρχε σχετική ανεξιθρησκεία, σε βαθμό που να χτίζει στο παλάτι του εκκλησίες για τους Χριστιανούς συμβούλους του και τις Χριστιανές του χαρεμιού του. Η φαινομενική ανεξιθρησκεία στην Αυλή του δεν τον εμπόδιζε να τιμωρεί με θάνατο τους Χριστιανούς και τις Μουσουλμάνες που διατηρούσαν ερωτικούς δεσμούς μεταξύ τους.

Την ίδια μέθοδο χρησιμοποιούσε και για τις Χριστιανές μοιχαλίδες (με αυτή την πρόφαση έπνιξε στη λίμνη των Ιωαννίνων και την ερωμένη του γιου του, Μουχτάρ, την περίφημη Κυρά Φροσύνη, η οποία αρνήθηκε τον έρωτά του). Όσοι απευθύνονταν σε αυτόν για διάφορα ζητήματα, αντιμετωπίζονταν με δικαιοσύνη και συνήθως βρίσκονταν συμβιβαστικές λύσεις. Όσον αφορά θέματα ανακρίσεων ή τιμωρίας, ο Αλή συνήθιζε να υποβάλλει τους ύποπτους ή ένοχους σε φρικτά μαρτύρια. Παρόλο που ήταν επίορκος και είχε εξοντώσει αρκετούς πρώην συμμάχους του δεν δίσταζε να παίρνει υπό την προστασία του γόνους άλλων παλιών του φίλων (όπως π.χ. ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γιος του παλιού γνωστού του Αλή, Ανδρέα Βερούση).

Ακόμα και στα βαθιά του γεράματα, διατήρησε πάνω από 100 παλλακίδες, ωστόσο έτρεφε αληθινά αισθήματα προς την προστατευόμενη και μετέπειτα τελευταία του σύζυγο, Βασιλική Κονταξή, η οποία όμως δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της καταγωγή και το γεγονός πως την άρπαξε και την έκανε γυναίκα του σε ηλικία 12 ετών. Παρά το γεγονός ότι ήταν άθρησκος (Μπεκτάσης) ήταν ταυτόχρονα και δεισιδαίμονας με αποτέλεσμα να δέχεται αδιαμαρτύρητα τους προπηλακισμούς και τον ελέγχο των δερβίσηδων για την άστατη ζωή του, ενώ προσκύνησε με ευλάβεια το λείψανο του Κοσμά του Αιτωλού όταν αυτό μεταφέρθηκε κάποτε στα Ιωάννινα.

O Αλής έδειξε σχετική εύνοια και ανοχή προς το ελληνικό στοιχείο, σε σημείο που η επικράτειά του να είναι το μοναδικό μέρος όπου οι Έλληνες ήταν σχεδόν ισότιμοι με τους Οθωμανούς. Βέβαια ήταν αμείλικτος με όσους αμφισβητούσαν την εξουσία του. Έτσι καταδίωξε τους Κλέφτες και τους Αρματολούς, πολλούς από τους οποίους εξόντωσε και άλλους κυνήγησε. Επίσης διώχτηκαν οι ανυπότακτοι Σουλιώτες, οι Χειμαριώτες καθώς και οι Παργινοί. Άλλη μια πόλη που υπέφερε από τον Αλή Πασά, χωρίς όμως να τον προκαλέσει προηγουμένως ήταν η Πρέβεζα, της οποίας οι κάτοικοι ήταν στο έλεος των ευνοούμενων του. Από την άλλη πλευρά, στη φρουρά του Αλή και στη στρατιωτική σχολή που ο ίδιος ίδρυσε εκπαιδεύτηκαν κάποιοι από τους σημαντικότερους πολεμιστές της Επανάστασης του 1821.

Μερικοί από αυτούς ήταν ο Ανδρούτσος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Γρίβας, ο Λάμπρος Βέικος, ο Πανουργιάς, ο Γεώργιος Bαρνακιώτης. Επίσης άλλοι σπούδασαν στις περίφημες σχολές των Ιωαννίνων με την βοήθειά του (Σαλώνων Ησαΐας). Στο παλάτι του Αλή Πασά είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί Έλληνες λόγιοι και επιστήμονες όπως ο προσωπικός του γιατρός Γ. Σακελλάριος, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο δάσκαλος Καλογεράς, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, τα πειράματα του οποίου παρακολουθούσε με πρόσκαιρο μάλλον ενδιαφέρον, ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος, ο Ιωάννης Βηλαράς κ.α. ενώ τα Ελληνικά ήταν η επίσημη γλώσσα της αυλής του. Έλληνες ήταν και οι διαχειριστές της περιουσίας και των οικονομικών του κράτους του (Μάνθος Οικονόμου, Αλέξιος Νούτσος, Ιωάννης Σταύρου, Αθανάσιος Λιδωρίκης). Άλλος Έλληνας που λάμβανε τον πλήρη σεβασμό του Αλή Πασά ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός ενώ τα δυο άτομα που βρίσκονταν στο πλευρό του πασά στις τελευταίες του στιγμές ήταν ο Θανάσης Βάγιας, που ήταν το δεξί του χέρι καθώς και η τελευταία του σύζυγος Κυρά Βασιλική.

Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλή_πασάς

http://sitalkisking.blogspot.com/2012/12/blog-post_8.html?m=1

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χάμκω

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λαμπίρια

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λιάπηδες

Δεν υπάρχουν σχόλια: